- χειμερινούς
- χειμερινόςofmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κιργισία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κιργισίας Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κιργισίας (1936 90) Έκταση: 198.500 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.822.166 (2001) Πρωτεύουσα: Μπισκέκ (762.308 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Δήμητρα — I (αρχ. Δημήτηρ). Μία από τις θεότητες του Δωδεκάθεου των αρχαίων, προστάτιδα της γεωργίας και όλων των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών που, κατά την ιστορία ή τη μυθολογία, συνδέονταν με αυτήν. Το χαρακτηριστικό επίθετο Θεσμοφόρος που της… … Dictionary of Greek
Περσεφόνη — Χθόνια θεότητα των αρχαίων Ελλήνων. Είναι βασίλισσα του Κάτω κόσμου, πλάι στον σύζυγό της Άδη, και παράλληλα αγροτική θεότητα, κόρη της Δήμητρας, αναφερόμενη με την ιδιότητα αυτή ως Κόρη· μαζί με τη μητέρα της αποτελεί αδιαίρετη δυάδα. Ως… … Dictionary of Greek
έλκηθρο — Μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιείται για την κίνηση πάνω στο χιόνι ή στον πάγο. Είναι κατασκευασμένο από ξύλο ή από σίδερο και αποτελείται από δύο πατίνια ενωμένα με τραβέρσες, πάνω στις οποίες είναι τοποθετημένο ένα αμάξωμα ή ένα κάθισμα. Το έ.… … Dictionary of Greek
δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
κάρα — (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας. 1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του… … Dictionary of Greek
κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… … Dictionary of Greek
κόλυμβος — (Colymbus). Γένος μεμβρανοπόδων πτηνών της οικογένειας των κολυμβιδών, της τάξης των γαβιομόρφων. Τα πουλιά αυτά, γνωστά ως κολίμπριβουταναριές, είναι επιδέξιοι βουτηχτές και κολυμπούν με ευκολία στο νερό, ακόμα και κάτω από την επιφάνειά του.… … Dictionary of Greek
λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… … Dictionary of Greek